Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

διὰ τέλους

  • 1 Through

    prep.
    P. and V. δι (gen.).
    Owing to: P. and V. δι (acc.).
    With states of feeling: P. and V. πό (gen.).
    All join forces through fear: P. πάντα... ὑπὸ δεοὺς συνίσταται (Thuc. 6, 33).
    Through anger: V. ὀργῆς ὕπο (Eur., I. A. 335).
    Throughout, of place P. and V. δι (gen.), κατ (acc.), ν (acc.) (Thuc. 4, 72, Dem. 1277, but rare P.).
    Of time: P. and V. δι (gen.).
    Right through: V. διαμπερές (gen.), διαμπάξ (gen.).
    ——————
    adv.
    Right through: P. and V. διαμπερές (Plat., Phaedo, 111E, Rep. 616E), διαμπάξ (Xen.).
    Thinking there was a way right through to the outside: P. οἰόμενοι... εἶναι... ἀντίκρυς δίοδον εἰς τὸ ἔξω (Thuc. 2, 4).
    Through and through, completely: P. and V. παντελῶς, πάντως, δι τέλους, V. διαμπάξ.
    All through: P. and V. δι τέλους, Ar. and P. δι παντός, P. κατὰ πάντα; see Throughout.
    Fall through, fail: P. and V. κακῶς χωρεῖν, οὐ προχωρεῖν.
    Go through: P. and V. διέρχεσθαι (acc.), Ar. and V. διαπερᾶν (acc.) (rare P.), V. διέρπειν (acc.), διαστείχειν (acc.); see under Go.
    met., see Endure.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Through

  • 2 Throughout

    prep.
    Of place P. and V. δι (gen.), κατ (acc.), ν (acc.) (Thuc. 4, 72, Dem. 1277, but rare P.).
    Of time: P. and V. δι (gen.).
    ——————
    adv.
    In every part: P. and V. πανταχοῦ, πανταχῆ, Ar. and P. πάντη, P. ἑκασταχοῦ, V. πανταχοῦ, πανταχῆ.
    Of time, all through: P. and V. δι τέλους, Ar. and P. δι παντός.
    The lucky are not lucky all through: οἱ δʼ εὐτυχοῦντες διὰ τέλους οὐκ εὐτυχεῖς (Eur., H. F. 103).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Throughout

  • 3 Time

    subs.
    Time of day: P. and V. ὥρα, ἡ; hour.
    What time is it? Ar. and P. πηνκα ἐστί;
    About what time died he? Ar. πηνίκʼ ἄττʼ ἀπώλετο; (Av. 1514).
    Generally; P. and V. χρόνος, ὁ, V. ἡμέρα, ἡ.
    Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.
    Occasion: P. and V. καιρός, ὁ.
    Generation: P. and V. αἰών, ὁ, Ar. and P. ἡλικία, ἡ.
    Time for: P. and V. ὥρα, ἡ (gen. or infin.), καιρός, ὁ (gen. or infin.), ἀκμή, ἡ (gen. or infin.).
    Delay: P. and V. μονή, ἡ, τριβή, ἡ, διατριβή, ἡ; see Delay.
    Leisure: P. and V. σχολή, ἡ.
    Want of time: P. ἀσχολία, ἡ.
    There is time, opportunity, v.: P. ἐγχωρεῖ.
    It is open: P. and V. παρέχει, ἔξεστι, πρεστι.
    After a time, after an interval: P. and V. διὰ χρόνου.
    Eventually: P. and V. χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ. See
    ing my friend after a long time: V. χρόνιον εἰσιδὼν φίλον (Eur., Cr. 475).
    As time went on: P. χρόνου ἐπιγιγνομένου (Thuc. 1, 126).
    At another time: P. and V. ἄλλοτε.
    At times, sometimes: P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἔστιν ὅτε.
    At one time: see Once.
    At one time... at another: P. and V. τότε... ἄλλοτε, Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μεν... ποτὲ δέ.
    At the present time: P. and V. νῦν; see Now.
    At some time or other: P. and V. ποτε ( enclitic).
    At times I would have ( food) for the day, at others not: V. ποτὲ μὲν ἐπʼ ἦμαρ εἶχον, εἶτʼ οὐκ εἶχον ἄν (Eur., Phoen. 401).
    At the time of: P. παρά (acc.).
    To enforce the punishment due by law at the time of the commission of the offences: P. ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρʼ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι (Dem. 229).
    At that time: see Then.
    At what time? P. and V. πότε;
    At what hour? Ar. and P. πηνκα; indirect, Ar. and P. ὅποτε, P. and V. ὁπηνκα.
    For a time: P. and V. τέως.
    For all time: P. and V. εί, δι τέλους; see for ever, under Over.
    For the third time: P. and V. τρτον, P. τὸ τρίτον.
    From time immemorial: P. ἐκ παλαιτάτου.
    From time to time: P. and V. εί.
    Have time, v.: P. and V. σχολάζειν, σχολὴν ἔχειν.
    In time, after a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.
    At the right moment: P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρὸν, καιρίως (Xen.), εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι; see Seasonably.
    They wanted to get the work done in time: P. ἐβούλοντο φθῆναι ἐξεργασάμενοι (Thuc. 8, 92).
    In the time of: Ar. and P. ἐπ (gen.).
    Lose time, v.: see waste time.
    Save time: use P. and V. θάσσων εἶναι ( be quicker).
    Take time, be long: P. and V. χρονίζειν, χρόνιος εἶναι,
    involve delay: use P. μέλλησιν ἔχειν.
    It will take time: P. χρόνος ἐνέσται.
    To another time, put off to another time: P. and V. εἰς αὖθις ποτθεσθαι.
    Waste time, v.: P. and V. μέλλειν, χρονίζειν,σχολάζειν,τρβειν, βραδνειν, Ar. and P. διατρβειν: see Delay.
    Times, the present: P. and V. τὰ νῦν, P. τὰ νῦν καθεστῶτα.
    Many times: P. and V. πολλκις.
    Three times: P. and V. τρς.
    A thousand times wiser: V. μυρίῳ σοφώτερος (Eur., And. 701); see under thousand.
    How many times as much? adj.: P. ποσαπλάσιος; four times as much: P. τετραπλάσιος, τετράκις τοσοῦτος (Plat., Men. 83B).
    Four times four are sixteen: P. τεττάρων τετράκις ἐστὶν ἑκκαίδεκα (Plat., Men. 83C).
    How many feet are three times three? τρεῖς τρὶς πόσοι εἰσὶ πόδες; (Plat., Men. 83E).
    ——————
    subs.
    Rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.
    Keeping time, adj.: Ar. and P. εὔρυθμος.
    Give the time ( to rowers), v.: P. κελεύειν (dat.).
    One who gives the time ( to rowers): P. and V. κελευστής, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Arrange P. and V. τθεσθαι.
    Measure: P. and V. μετρεῖν.
    Well-timed, adj.: see Timely.
    Ill-timed: P. and V. καιρος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Time

  • 4 Always

    adv.
    P. and V. εί, Ar. and V. αἰέν.
    For ever: P. and V. εί, διὰ τέλους, Ar. and V. αἰέν, V. εἰσαεί, ἐσαεί, εἰς τὸ πᾶν χρόνου, τὸν διʼ αἰῶνος χρόνον, P. εἰς πάντα χρόνον, εἰς ἀΐδιον.
    Through everything: Ar. and P. δι παντός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Always

  • 5 Completely

    adv.
    P. and V. πάντως, παντελῶς, δι τέλους, Ar. and P. πνυ, τελέως, P. ὅλως, παντάπασι, V. εἰς τὸ πᾶν; see Altogether.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Completely

  • 6 Ever

    adv.
    At any time: P. and V. ποτέ.
    Always: P. and V. εί, Ar. and V. αἰέν.
    With relatives: P. and V. ποτέ, δή, P. δήποτε, δηποτοῦν.
    Whosoever: Ar. and P. ὀστισοῦν; see Whoever.
    Ever yet: P. and V. πώποτε.
    For ever: P. and V. εί, δι τέλους, V. εἰσαεί, ἐσαεί, εἰς τὸ πᾶν χρόνου, διʼ αἰῶνος, τὸν διʼ αἰῶνος χρόνον, P. εἰς πάντα χρόνον, εἰς ἀΐδιον, Ar. and V. αἰέν.
    Be bolder than ever: P. αὐτοὶ ἑαυτῶν θαρραλεώτεροι εἶναι (Plat., Prot. 350D).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ever

  • 7 Fully

    adv.
    Completely: P. and V. πάντως, παντελῶς, δι τέλους, Ar. and P. πνυ, τελέως, P. ὅλως, παντάπασι, V. εἰς τὸ πᾶν.
    Quite: Ar. and P. τεχνῶς.
    Abundantly: P. and V. ἀφθόνως (Eur., frag.), P. εὐπόρως; see Abundantly.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fully

См. также в других словарях:

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • έξαρνος — ἔξαρνος, ον (Α) [εξαρνούμαι] 1. αυτός που αρνείται με επιμονή («ὁ μὲν γὰρ ἔφησεν, ό δὲ διὰ τέλους ἔξαρνος ἦν», Αντιφ.) 2. αυτός που αποκρίνεται αρνητικά, που αρνείται ή διαψεύδει αποφασιστικά («ἔξαρνος ἦν τοῡ φόνου», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»